- πολιόχρως
- πολιό-χρως, ωτος, mit grauer, weißlicher Haut, mit weißem Leibe
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πολιόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που το δέρμα του έχει λευκό χρώμα 2. (για πτηνό) αυτός που έχει λευκό πτέρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «λευκός, ψαρός, υπόλευκος» + χρώς, χρωτός «επιδερμίδα, χρώμα» (πρβλ. λευκό χρως, μελανό χρως)] … Dictionary of Greek
πολιόχρωσι — πολιόχρως white coloured masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιός — ά, ό / πολιός, ά, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. και ος, ανωμ. τ. θηλ. πολιάς, άδος, Α 1. (ιδίως για τρίχες) υπόλευκος, φαιός, ασπριδερός, ψαρός, γκρίζος («ἕσσατο δ ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ψαρές ή λευκές… … Dictionary of Greek